- καλοκαίριασμα
- το [καλοκαιριάζω]1. η έναρξη τού καλοκαιριού, οι πρώτες ημέρες τού θέρους2. η βελτίωση τού καιρού, αιθρίαση, καλοσύνεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοκαίριασμα — το έναρξη του θέρους, βελτίωση του καιρού: Με το καλοκαίριασμα θ αρχίσουμε τις εκδρομές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)